- ακροθάλασσα
- ηη ακροθαλασσιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακροθαλάσσιος — ια, ιο [ακροθάλασσα] παραθαλάσσιος, παράλιος … Dictionary of Greek
ακροθαλασσίτης — ισσα, ικο ο ακρογιαλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ακροθαλασσιά ή ακροθάλασσα πρβλ. επίσης Μαύρη Θάλασσα: Μαυροθαλασσίτης] … Dictionary of Greek
ακροθαλασσιά — και ακροθάλασσα, η η άκρη τής θάλασσας κοντά στη στεριά ή η άκρη τής στεριάς που βρέχεται από τη θάλασσα, ακρογιαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + θάλασσα ο μεταπλασμός αναλογικά προς τη λ. ακρογιαλιά. ΠΑΡ. ακροθαλασσινός, ακροθαλάσσιος,… … Dictionary of Greek
ακροθαλασσινός — ή, ό ο ακρογιαλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακροθαλασσιά ή ακροθάλασσα] … Dictionary of Greek